ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Επιβίωσαν από τις πυρκαγιές, αλλά κάτι άλλο καταστρέφει τα εμβληματικά ελατοδάση της Ελλάδας – Μεγάλη ζημιά στην Πελοπόννησο

Στη νότια Πελοπόννησο, το ελληνικό έλατο αποτελεί έναν επιβλητικό και αναγνωρίσιμο χαρακτήρα των ορεινών δασών της περιοχής. Τα αργά αναπτυσσόμενα, βαθιά πράσινα κωνοφόρα έχουν καθορίσει για γενιές τα δάση σε μεγάλα υψόμετρα, επιβιώνοντας σε δύσκολα εδάφη και βραχώδεις πλαγιές. Είναι από τα πιο ανθεκτικά είδη της χώρας, ικανά να αντέχουν στην ξηρασία, τα έντομα και τις πυρκαγιές που περιοδικά πλήττουν τα μεσογειακά οικοσυστήματα. Αυτά τα ελληνικά δάση συνυπάρχουν με τη φωτιά εδώ και πολλά χρόνια.

Έτσι, όταν ο Δημήτριος Αβτζής, ανώτερος ερευνητής στο Δασικό Ερευνητικό Ινστιτούτο της ΕΛΓΟ Δήμητρα, στάλθηκε να καταγράψει τις συνέπειες μιας ανοιξιάτικης πυρκαγιάς στην περιοχή, η αποστολή του δεν φαινόταν καθόλου ασυνήθιστη. Είχε περπατήσει σε αμέτρητα καμένα τοπία, εντοπίζοντας τις αναμενόμενες περιοχές με μεγάλη θνησιμότητα, καθώς και τα δέντρα που επέζησαν της πυρκαγιάς.

Αυτή τη φορά, όμως, κάτι φάνηκε αμέσως διαφορετικό. Η έκταση της καταστροφής ήταν πρωτοφανής. Καθώς ο Αβτζής και οι συνεργάτες του προχωρούσαν μέσα στα δάση, η γνωστή εικόνα ενός δάσους μετά τη φωτιά αντικαταστάθηκε από κάτι πολύ πιο ανησυχητικό.

«Υπήρχαν εκατοντάδες εκτάρια δέντρων που είχαν χαθεί», αναφέρει. «Όχι μόνο αυτά που κάηκαν από τη φωτιά, αλλά και μεγάλα τμήματα που ήταν νεκρά ή πεθαμένα ανάμεσα στο πράσινο, όπου η φωτιά δεν είχε φτάσει».

Στα βουνά της Πελοποννήσου, ολόκληρες εκτάσεις πράσινου δάσους μετατρέπονται σε πορτοκαλί, καθώς τα μακρόβια έλατα ξεραίνονται και πεθαίνουν. Το επίπεδο καταστροφής ξεπερνούσε κατά πολύ όσα είχε δει ο Αβτζής τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τον να επικοινωνήσει άμεσα με το υπουργείο Περιβάλλοντος και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.

«Η έκταση της ζημιάς ήταν βαθιά», επισημαίνει στον Guardian.

Ερευνητές σε όλη την Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι η κλιματική κατάρρευση θα σπρώξει τα τοπικά οικοσυστήματα σε άγνωστα εδάφη. Οι πυρκαγιές δεν είναι κάτι νέο: σύμφωνα με στοιχεία του Global Forest Watch, μεταξύ 2001 και 2024, η Ελλάδα έχασε 200.000 εκτάρια δασών από φωτιές.

Ωστόσο, οι πυρκαγιές δεν είναι η μόνη αιτία που καταστρέφει τα δέντρα και οι παράγοντες που τα επηρεάζουν έχουν αλλάξει δραματικά τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό που είδε ο Αβτζής ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών πιέσεων που αλληλεπιδρούν, η καθεμία ενισχυμένη από την κλιματική κρίση.

Πρώτος παράγοντας είναι η σοβαρή και παρατεταμένη ξηρασία, πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του κλίματος της Ελλάδας. Η ξηρασία επιδεινώνεται από τη σταθερή μείωση του χειμερινού χιονιού. Μελέτη του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών και Βιώσιμης Ανάπτυξης και του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών διαπιστώνει ότι μεταξύ 1991 και 2020, η Ελλάδα έχασε κατά μέσο όρο 1,5 ημέρα χιονιού ανά έτος, μειώνοντας μία από τις πιο σημαντικές πηγές αργής απελευθέρωσης υγρασίας.

Ακολουθεί η βιολογική επίπτωση. Τα εδάφη που έχουν υποστεί ξηρασία και η συρρίκνωση των υπόγειων υδάτων αφήνουν τα έλατα αδύναμα, δημιουργώντας ευκαιρία για έντομα. «Γνωρίζουμε ότι η σοβαρή ξηρασία αδυνατίζει τα δέντρα», λέει ο Αυτζής. «Αλλά όταν εξετάσαμε πιο προσεκτικά τι συνέβαινε, διαπιστώσαμε ότι τα σκαθάρια φλοιού εκμεταλλεύονταν την κατάσταση και επιτίθονταν στα δέντρα».

Τα σκαθάρια φλοιού, ιδιαίτερα αυτά της υποοικογένειας Scolytinae, έχουν αναδειχθεί τα τελευταία δύο χρόνια ως αυξανόμενη απειλή για τα ήδη πιεσμένα ελληνικά δάση.

Το όνομά τους οφείλεται στο γεγονός ότι τρυπούν κάτω από τον φλοιό, καταστρέφοντας τα συστήματα που χρησιμοποιούν τα δέντρα για τη μεταφορά νερού και θρεπτικών ουσιών. Μόλις εγκατασταθούν σε έλατα που υποφέρουν από ξηρασία, ο πληθυσμός τους μπορεί να αυξηθεί ραγδαία. «Όταν ο πληθυσμός φτάσει σε επίπεδα επιδημίας», εξηγεί ο Αυτζής, «γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθεί».

Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Οι επιδημίες σκαθαριών φλοιού αποτελούν ανησυχία σε όλη την Ευρώπη, σημειώνει ο Αυτζής, αντανακλώντας τα μοτίβα που παρατηρούνται και σε άλλες χώρες. «Η νότια Ευρώπη μπορεί να είναι πιο ευάλωτη», λέει, «αλλά παρατηρούμε παρόμοιες δυναμικές σε χώρες όπως η Ισπανία».

Το γεγονός αυτό είναι ανησυχητικό, υποδεικνύοντας ότι οι παράγοντες πίσω από την εξαφάνιση ελάτων στην Πελοπόννησο δεν αποτελούν τοπικές ανωμαλίες, αλλά συμπτώματα μιας ευρύτερης οικολογικής αλλαγής.

Παρά τις επιταχυνόμενες πιέσεις της κλιματικής κρίσης, υπάρχουν και προσεκτικά σημάδια αισιοδοξίας. Ο Νίκος Μάρκος, δασικός κλιματολόγος στο ΙΔΕ, επισημαίνει την ικανότητα αναγέννησης των μεσογειακών οικοσυστημάτων. «Η αναγέννηση μετά τη φωτιά μπορεί να είναι αρκετά ικανοποιητική», αναφέρει, «ακόμη και σε ορισμένες περιοχές της Πελοποννήσου».

Η αποκατάσταση, όμως, είναι αργή και άνιση. «Δεν είναι κάτι που μπορούμε να δούμε τον πρώτο χρόνο», προσθέτει ο Μάρκος. «Μπορεί να χρειαστούν τέσσερα ή πέντε χρόνια».

Ο Αυτζής είναι ρεαλιστής όσον αφορά τα μέτρα για την προστασία των ορεινών δασών της Ελλάδας. «Θα είμαι ρεαλιστής», λέει. «Η κυβέρνηση και τα υπουργεία πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία και να διαθέσουν τους αναγκαίους πόρους για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα».

Ορισμένα βήματα είχαν ήδη ξεκινήσει όταν υπέβαλε την έκθεσή του για την Πελοπόννησο. «Επικοινώνησαν με τις μεγάλες περιφερειακές δασικές υπηρεσίες και ζήτησαν πόσοι πόροι χρειάζονται», λέει. «Το κρίσιμο τώρα είναι να υλοποιηθούν αυτά τα σχέδια».

Σχετικά με τις μεταβαλλόμενες μετεωρολογικές συνθήκες στην Ελλάδα και τον πιθανό κίνδυνο για τα δάση της νότιας Ευρώπης, ο Αυτζής σημειώνει: «Δεν υπάρχει χρόνος για απαισιοδοξία. Αλλά έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε».

Τα εργαλεία, όπως επισημαίνει, ήδη υπάρχουν. «Έχουμε τη γνώση. Έχουμε τους επιστήμονες. Τώρα πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτό», καταλήγει. «Διότι αυτά που βλέπουμε τώρα θα γίνουν όλο και πιο συχνά και πιο έντονα».

Σχολίασε εδώ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ