Ο δομικός πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά επίπεδα και αποτελεί διαρκή πρόκληση για την οικονομία, με τις τιμές σε τρόφιμα, στέγαση και υπηρεσίες να αυξάνονται σημαντικά. Παρά την πρόσφατη πτώση της τιμής του ελαιολάδου, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν αυξημένες δαπάνες, ενώ η χώρα συνεχίζει να καταγράφει υψηλότερο δομικό πληθωρισμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών συμβάλλουν στην ανθεκτικότητα του φαινομένου, το οποίο επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Η αντιμετώπιση του δομικού πληθωρισμού θεωρείται κρίσιμη, καθώς συνδέεται με τις διαρθρωτικές δυσκολίες της αγοράς και την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.
Διαβάστε αναλυτικά
Η ακρίβεια συνεχίζει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα και πλέον αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στα τελευταία στοιχεία για τον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος εξελίσσεται σε έναν από τους πιο επίμονους και δύσκολα αντιμετωπίσιμους παράγοντες για την ελληνική οικονομία. Μετά το δίμηνο ήπιας αποκλιμάκωσης, ο πληθωρισμός ενισχύθηκε ξανά τον Νοέμβριο, επιβεβαιώνοντας ότι οι πιέσεις στην αγορά παραμένουν έντονες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές στα τρόφιμα αυξήθηκαν κατά 2,7%, με βασικές κατηγορίες όπως το μοσχάρι, το αρνί, το κατσίκι, τα γαλακτοκομικά και τα φρούτα να καταγράφουν σημαντικές ανατιμήσεις. Τα συγκεκριμένα προϊόντα περιλαμβάνονται στη 20άδα των μεγαλύτερων αυξήσεων του μήνα, υποδηλώνοντας ότι η καθημερινή κατανάλωση εξακολουθεί να δέχεται ισχυρή πίεση. Στο μεταξύ, η μεγάλη πτώση της τιμής του ελαιολάδου δεν αναιρεί το γεγονός ότι παραμένει 126,5% ακριβότερο σε σχέση με το 2020.
Αυξητικές τάσεις καταγράφονται και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Η στέγαση παραμένει από τους βασικότερους παράγοντες που ενισχύουν τον γενικό δείκτη, με υψηλότερα ενοίκια και αυξημένα κόστη σε ανακαινίσεις και επισκευές. Σημαντικές ανατιμήσεις εμφανίζονται επίσης στην υγεία, στα αεροπορικά εισιτήρια, σε ξενώνες, αλλά και σε υπηρεσίες εστίασης και έτοιμου φαγητού.
Το μεγαλύτερο όμως βάρος πέφτει στον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος αποτελεί τον δείκτη που δείχνει τις βαθύτερες και πιο μόνιμες τάσεις στις τιμές, καθώς εξαιρεί τα πιο «ευμετάβλητα» είδη, όπως ενέργεια και τρόφιμα. Στα πρόσφατα πορίσματά της, η Κομισιόν επισημαίνει ότι η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά υψηλότερο δομικό πληθωρισμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η απόκλιση καταγράφεται στο 0,6% το 2022, 0,4% το 2023, 0,7% το 2024, ενώ η φετινή εκτίμηση ανεβαίνει στο 1,1%. Για το 2026 προβλέπεται διαφορά 0,5%.
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι, μετά τη σύντομη επιβράδυνση, το χάσμα ανάμεσα σε Ελλάδα και Ευρωζώνη άνοιξε ξανά τον Νοέμβριο, φτάνοντας το 0,7%, με τον εγχώριο δομικό δείκτη στο 2,8%. Η αύξηση αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες, όπου οι ανατιμήσεις έχουν πιο «ανθεκτικό» χαρακτήρα.
Η εξέλιξη αυτή συνιστά σημαντική πρόκληση για την οικονομία, καθώς ο δομικός πληθωρισμός θεωρείται από τους βασικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα ενός κράτους μέσα στη ζώνη του ευρώ. Η σταθερή του άνοδος δείχνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές δυσκολίες στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι τιμές στην αγορά.
Με τις διεθνείς κρίσεις να επηρεάζουν τους κλάδους της ενέργειας, των μεταφορών και του πρωτογενούς τομέα, η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν αναμένεται να είναι άμεση. Τα ευρωπαϊκά στοιχεία αναδεικνύουν την ανάγκη επίλυσης χρόνιων προβλημάτων στη λειτουργία της αγοράς και των υπηρεσιών, ώστε να περιοριστούν οι πιέσεις και να διασφαλιστεί η σταθερότητα τόσο στο διαθέσιμο εισόδημα όσο και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Συνοπτικά
- Ο δομικός πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει υψηλός και αποτελεί συνεχώς αυξανόμενη πρόκληση για την οικονομία.
- Οι τιμές σε τρόφιμα, στέγαση και υπηρεσίες καταγράφουν σημαντικές ανατιμήσεις, επηρεάζοντας την καθημερινή κατανάλωση.
- Η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά υψηλότερο δομικό πληθωρισμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, με την απόκλιση να αναμένεται να συνεχιστεί.
- Η διαρθρωτική δυσκολία στην αγορά απαιτεί μεταρρυθμίσεις για να περιοριστούν οι πιέσεις και να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα.