Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων καταρροϊκού πυρετού προβάτων, μια ζωονόσος που δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο και προσβάλλει κυρίως πρόβατα, αλλά και βοοειδή και αίγες. Η μετάδοση γίνεται μέσω εντόμων-φορέων, και η εξάπλωση έχει επηρεάσει και τις πέντε Περιφερειακές Ενότητες της περιοχής. Η Διεύθυνση Κτηνιατρικής έχει ορίσει ζώνες ελέγχου, προστασίας και επιτήρησης, ενώ οι μετακινήσεις των ζώων περιορίζονται.
Στις ζώνες αυτές λαμβάνονται μέτρα όπως η καταγραφή και η κλινική επιτήρηση των εκτροφών, καθώς και η λήψη δειγμάτων αίματος. Οι κτηνοτρόφοι καλούνται να απευθύνονται στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες αν παρατηρήσουν συμπτώματα της ασθένειας και να εφαρμόζουν εντομοαπωθητικά και εντομοκτόνα. Συνιστάται επίσης ο εμβολιασμός των αιγοπροβάτων και η σωστή διαχείριση των νεκρών ζώων.
Τα κυριότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, σιαλόρροια και χωλότητα, ενώ το ποσοστό θνησιμότητας κυμαίνεται από 2% έως 30%.
Διαβάστε αναλυτικά
Εξάπλωση της ζωονόσου του καταρροϊκού πυρετού προβάτων, που δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο, και προσβάλλει κυρίως τα πρόβατα και σπανιότερα τα βοοειδή και τις αίγες, με τη μετάδοση να γίνεται με έντομα-φορείς, παρατηρείται στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με κρούσματα και στις πέντε Περιφερειακές Ενότητες (Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Καβάλας και Δράμας).
Ως εκ τούτου, από με τη Διεύθυνση Κτηνιατρικής, οριοθετούνται:
- ζώνες ελέγχου, ακτίνας 20 χιλιομέτρων γύρω από τις μολυσμένες εκτροφές,
- ζώνες προστασίας, ακτίνας 100 χιλιομέτρων γύρω από τις μολυσμένες εκτροφές, και
- ζώνες επιτήρησης, ακτίνας 150 χιλιομέτρων γύρω από τις μολυσμένες εκτροφές.
Οι μετακινήσεις των ζώων περιορίζονται σύμφωνα με τη ζώνη που βρίσκεται η κτηνοτροφική εκμετάλλευση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που τα ζώα προορίζονται για άμεση σφαγή.
Στις ζώνες προστασίας και επιτήρησης εφαρμόζονται από τις κτηνιατρικές υπηρεσίες τα παρακάτω μέτρα:
- καταγραφή όλων των εκτροφών ευαίσθητων ειδών (βοοειδών, προβάτων, αιγών), και
- αυξημένη κλινική επιτήρηση στις εκτροφές ευαίσθητων ειδών, σε συνδυασμό με λήψη δειγμάτων αίματος όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να διερευνηθεί η ανίχνευση του γονιδιώματος του ιού.
Η Διεύθυνση Κτηνιατρικής, για την αποτροπή της εξάπλωσης του νοσήματος καλεί τους κτηνοτρόφους:
- Όταν παρατηρούν συμπτώματα* της ζωονόσου, να απευθύνονται άμεσα στις κατά τόπους Κτηνιατρικές Υπηρεσίες.
- Να διενεργούν τακτικούς ψεκασμούς με εντομοαπωθητικά/εντομοκτόνα με σκοπό τον έλεγχο του πληθυσμού των εντόμων-φορέων του ιού | Οι ψεκασμοί πρέπει να εφαρμόζονται τόσο στα ζώα όσο και στις εγκαταστάσεις που αυτά σταυλίζονται, καθώς και στον περιβάλλοντα χώρο.
- Να αποφεύγουν την κυκλοφορία των ζώων μετά τη δύση του ηλίου, όταν δηλαδή αυξάνεται η δραστηριότητα των εντόμων-φορέων.
Παράλληλα, από τη Διεύθυνση Κτηνιατρικής, συστήνεται προληπτικά και συμπληρωματικά των μέτρων καταπολέμησης, ο εμβολιασμός των αιγοπροβάτων με αδρανοποιημένο εμβόλιο, σε συνεργασία με ιδιώτη κτηνίατρο.
Σε περίπτωση νεκρών ζώων απαγορεύεται η διασπορά τους στο περιβάλλον και προβλέπεται η ορθή διαχείρισή τους με καύση σε μονάδες αποτέφρωσης όταν επιτρέπεται από την Κτηνιατρική Υπηρεσία, ή ο ενταφιασμός τους σύμφωνα με την οριζόμενη νομοθεσία.
*Τα κυριότερα συμπτώματα του καταρροϊκού πυρετού είναι::
Πυρετός άνω των 40.5οC, κατάπτωση, σιαλόρροια, ρινικό έκκριμα, οφθαλμικό έκκριμα, υπεραιμία των βλεννογόνων του στόματος και της μύτης, οίδημα των χειλιών, της γλώσσας ή και ολόκληρου του προσώπου, γλώσσα έντονα κυανωτική (σπανιότερα), χωλότητα, αποβολές και θάνατοι. Το ποσοστό θανάτων ποικίλει από 2%-30%. Πολλά από τα ασθενή ζώα αναρρώνουν.
Συνοπτικά
- Παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων καταρροϊκού πυρετού προβάτων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, επηρεάζοντας όλες τις Περιφερειακές Ενότητες.
- Η Διεύθυνση Κτηνιατρικής έχει ορίσει ζώνες ελέγχου, προστασίας και επιτήρησης, ενώ περιορίζονται οι μετακινήσεις των ζώων.
- Κτηνοτρόφοι καλούνται να αναφέρουν συμπτώματα και να εφαρμόζουν εντομοαπωθητικά, καθώς και να εμβολιάζουν τα ζώα τους.
- Τα κυριότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό και σιαλόρροια, με ποσοστό θνησιμότητας που κυμαίνεται από 2% έως 30%.