Ο πρώην υπουργός Μάκης Βορίδης δηλώνει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του στη δικογραφία της ευρωπαϊκής εισαγγελίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ανέφερε ότι η Βουλή πρέπει να αξιολογήσει τις ποινικές ευθύνες με νηφαλιότητα και πως οι ενέργειές του, όπως η υπογραφή σε πρόταση του πρώην προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ και το αίτημα παραίτησης ενός υφισταμένου, ήταν νόμιμες.
Ο Βορίδης τονίζει ότι από τις 3.000 σελίδες της δικογραφίας δεν υπάρχει καμία συνομιλία του ή αναφορά που να τον εμπλέκει σε αξιόποινες πράξεις.
Διαβάστε αναλυτικά
Δεν υπάρχει τίποτα από πλευράς ενδείξεων για μένα στη δικογραφία της ευρωπαϊκής εισαγγελίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ανέφερε ο πρώην υπουργός ο Μάκης Βορίδης.
«Έχω καταστεί ύποπτος για συνέργεια και ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απιστία. Για να γίνει προανακριτική, το Σύνταγμα επιβάλλει μια κρίση του κοινοβουλίου. Η κρίση του κοινοβουλίου πρέπει να πει ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις τελέσεως αξιοποίνων πράξεων. Άρα λοιπόν, πρέπει τα κόμμα και οι βουλευτές να αξιολογήσουν εάν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις. Αυτό είναι η ποινική αρμοδιότητα της Βουλής.Από το σύνολο της εξιστορήσεως που κάνει στο διαβιβαστικό έγγραφο η ευρωπαϊκή εισαγγελία, δεν υπάρχουν περιγραφές αξιοποίνων πράξεων. Αυτό πρέπει να το κάνει η Βουλή να έρθουν οι βουλευτές να πάρουν το υλικό και να το αξιολογήσουν και να κάνουν την πρότασή τους. Το κάνανε. Πρέπει τώρα να δούμε εάν υπάρχει κάποια βασιμότητα στις προτάσεις, διότι έτσι όπως το εμφανίζει η αντιπολίτευση, φαίνεται ότι πρόκειται για διαδικαστική πράξη. Ανάγκη διερεύνησης υπάρχει», είπε αρχικά ο κ. Βορίδης, μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
Για το ζήτημα της προανακριτικής σημειώνει πως: «Η Βουλή δεν είναι τροχονόμος, ήρθε μια δικογραφία να την πάω στο ειδικό δικαστήριο. Η Βουλή έχει ποινική αρμοδιότητα και πρέπει να ασκήσει την ποινική της αρμοδιότητα με νηφαλιότητα, με ψυχραιμία, με αυστηρότητα, με έναν όμως καθαρό τρόπο σε σχέση με τις ποινικές ευθύνες.
Τι έχει αυτή η δικογραφία για μένα; Αυτή η δικογραφία, στο διαβιβαστικό των 34 σελίδων αναφέρει το όνομά μου σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι πως υπέγραψα πως συμφωνώ σε μια πρόταση του κ. Καπρέλη, τότε προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, διορισμένου επί ΣΥΡΙΖΑ. Ήμουν 3 μήνες υπουργός τότε, έπρεπε να γίνει η πληρωμή και του ζήτησα να παραμείνει για να γίνει αυτή. Υπέγραψα να εφαρμοστεί η τεχνική λύση, ακριβώς ότι εφαρμοζόταν και πριν. Και η δεύτερη πράξη μου είναι πως ζήτησα την παραίτηση του κ. Βάρρα (πρώην προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ).
Η κατανομή, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση είναι παράνομη πράξη ή νόμιμη; Ουδέποτε έχει πει οποιοσδήποτε ότι είναι παράνομη. Το αίτημα παραιτήσεως ενός υφισταμένου είναι παράνομη πράξη ή νόμιμη; Έχει μεγάλη σημασία εάν λειτουργώ παρανόμως ή νομίμως. Η μια πράξη που έχω εγώ είναι μια νόμιμη ενέργεια. Δεν έχω κάνει έγκλημα. Να τελώ συνέργεια σε κακουργηματική απιστία δια του αιτήματος παραιτήσεως ενός υφισταμένου μου, αντιλαμβάνεστε τι αρχίζουμε και λέμε».
Όπως τόνισε ο κ. Βορίδης υπάρχουν «3.000 σελίδες, μιλάνε όλοι με όλους, δεν υπάρχει (ούτε) μια συνομιλία δική μου και δεν υπάρχουν αναφορές που να με εμπλέκουν. Δεν έχω ζητήσει τίποτα για οποιονδήποτε, δεν υπάρχει τίποτα».
Σε ερώτηση γιατί ζήτησε την παραίτηση του πρώην προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, κ. Βάρρα και τι αναφέρει ο ίδιος, ο πρώην υπουργός απαντά: «Ο κ. Βάρρας περιγράφει με αρκετή ακρίβεια τη μια διαφωνία που είχαμε σε ένα ειδικό θέμα που ήταν το θέμα της προκήρυξης του τεχνικού συμβούλου. Κανένα άλλο ζήτημα», σημειώνοντας πως ο πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν τον είχε ενημερώσει για τα ζητήματα που οργανισμού που είχε ανακαλύψει σε έλεγχο που έκανε σε 99 ΑΦΜ, «λέγοντας πως είναι εσωτερική υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ». «Τα ΑΦΜ που λαμβάνουν χρηματοδότηση και ενίσχυση από τον ΟΠΕΚΕΠΕ είναι 645.000», σημείωσε ο πρώην υπουργός.
Συνοπτικά
- Δεν υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του Μάκη Βορίδη στη δικογραφία της ευρωπαϊκής εισαγγελίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
- Ο πρώην υπουργός δηλώνει ότι οι ενέργειές του ήταν νόμιμες, όπως η υπογραφή σε πρόταση του πρώην προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ.
- Από τις 3.000 σελίδες της δικογραφίας, δεν υπάρχει καμία συνομιλία ή αναφορά που να τον εμπλέκει σε αξιόποινες πράξεις.
- Ο Βορίδης τονίζει την ανάγκη η Βουλή να αξιολογήσει με νηφαλιότητα τις ποινικές ευθύνες που προκύπτουν από τη δικογραφία.