Η πρόσφατη κοινωνική συμφωνία στην Ελλάδα στοχεύει στην αναζωογόνηση του συλλογικού εργατικού δικαίου, επιχειρώντας να καλύψει τα κενά που άφησε το δεύτερο μνημόνιο. Παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού, οι μισθοί πάνω από αυτόν παραμένουν καθηλωμένοι, καθώς απαιτείται ευρεία αναβίωση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, οι οποίες σήμερα καλύπτουν μόνο το 20%-28% των εργαζομένων.
Η συμφωνία διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις, επιτρέπει την επέκταση των συμβάσεων με χαμηλότερα ποσοστά κάλυψης και απλουστεύει τις διαδικασίες για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Παράλληλα, επαναφέρει την πλήρη μετενέργεια των συμβάσεων, αν και δεν αποκαθιστά πλήρως όλες τις προ-κρίσης ρυθμίσεις.
Η συμφωνία αποτελεί βήμα προς την αναβίωση της συλλογικής προστασίας, αλλά αφήνει ανοιχτά θεσμικά ζητήματα που θα καθορίσουν την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και των μισθών.
Διαβάστε αναλυτικά
Η πρόσφατη κοινωνική συμφωνία κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων επαναφέρει στο προσκήνιο το συλλογικό εργατικό δίκαιο, επιχειρώντας να κλείσει ένα δεκαετές κενό που άφησε πίσω του το δεύτερο μνημόνιο. Η συζήτηση, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις εξαγγελίες· πίσω από τις αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις κρύβονται κρίσιμες πτυχές που διαμορφώνουν το πώς – και το πόσο – μπορούν να επανέλθουν οι μισθοί σε μια κανονικότητα.
Η βασική αφετηρία είναι προφανής: οι μέσοι μισθοί έχουν καταρρεύσει μετά το 2012, όταν καταργήθηκαν θεμελιώδεις διατάξεις που ρύθμιζαν την κλαδική διαπραγμάτευση. Σήμερα ο κατώτατος μισθός αυξάνεται, αλλά οι μισθοί πάνω από αυτόν μένουν καθηλωμένοι, εγκλωβισμένοι σε μια «συμπίεση» γύρω από το κατώτατο όριο. Η εικόνα αυτή δεν ανατρέπεται απλώς με διοικητικές αυξήσεις· απαιτείται ευρεία κάλυψη από κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, κάτι που πλέον ισχύει μόλις για το 20%–28% των εργαζομένων, έναντι 100% πριν το 2010.
Με την κοινωνική συμφωνία επιχειρείται η επανενεργοποίηση του μηχανισμού κλαδικών συμβάσεων. Η διαπραγμάτευση γίνεται ευκολότερη, καθώς θεσπίζονται κοινές γραμμές και απλουστεύονται διαδικασίες. Ωστόσο, οι αυξήσεις δεν εμφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη. Οι εργαζόμενοι δεν θα δουν άμεσα υψηλότερους μισθούς ούτε αυτόματη επαναφορά επιδομάτων που χάθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Το πλαίσιο όμως αλλάζει καίρια: ανοίγει ο δρόμος για κλαδικές συμφωνίες που μπορούν να περάσουν σε περισσότερους κλάδους και να ανεβάσουν σταδιακά τις αμοιβές.
Κομβικό σημείο αποτελεί η επέκταση των συλλογικών συμβάσεων. Μέχρι σήμερα, μια σύμβαση επεκτεινόταν όταν κάλυπτε το 50% των εργαζομένων ενός κλάδου· τώρα το όριο πέφτει στο 40%, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής. Ακόμη σημαντικότερο, δημιουργείται μια νέα δυνατότητα: όταν μια κλαδική σύμβαση συνυπογράφεται από τους Εθνικούς Κοινωνικούς Εταίρους, μπορεί να επεκταθεί χωρίς να απαιτείται κανένα ποσοστό κάλυψης. Με αυτόν τον τρόπο, η ΓΣΕΕ μπορεί να αναλάβει ενεργότερο ρόλο, ανοίγοντας τον δρόμο για άμεση επέκταση πολλών συμβάσεων.
Η συμφωνία αγγίζει και τα μητρώα των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων, όπου οι προϋποθέσεις για εγγραφή και επέκταση συμβάσεων περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα, ενώ οι κυρώσεις για μη συμμόρφωση μετριάζονται αισθητά. Ανοίγει έτσι ένας πιο πρακτικός και λιγότερο γραφειοκρατικός δρόμος για όσους εμπλέκονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές αφορά την πλήρη μετενέργεια. Μετά τη λήξη μιας σύμβασης και την αυτόματη τρίμηνη παράτασή της, όλοι οι όροι της συνεχίζουν να ισχύουν μέχρι να συναφθεί νέα συλλογική ή ατομική σύμβαση. Καταργείται, έτσι, το μνημονιακό καθεστώς της μερικής μετενέργειας που οδήγησε σε απότομη πτώση μισθών. Ακόμη και οι νεοπροσλαμβανόμενοι κατά το τρίμηνο παράτασης καλύπτονται πλήρως, διασφαλίζοντας ότι οι όροι δεν «σβήνουν» πρόωρα.
Ωστόσο, υπάρχουν και όσα δεν επανέρχονται. Η κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο στον καθορισμό των κατώτατων αμοιβών, παρότι πριν την κρίση ο ρόλος αυτός ανήκε στους κοινωνικούς εταίρους. Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις περιπτώσεις συρροής συμβάσεων παραμένει ανενεργή, ενώ δεν επανέρχεται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία — δύο κρίσιμες εγγυήσεις για την ενίσχυση της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Η κοινωνική συμφωνία, επομένως, αποτελεί ένα βήμα επαναφοράς της συλλογικής προστασίας, αλλά όχι μια συνολική αναβίωση του συλλογικού εργατικού δικαίου όπως ίσχυε πριν την κρίση. Δημιουργεί εργαλεία, διευκολύνει διαδικασίες και ανοίγει τον δρόμο για νέες συμβάσεις, στηρίζοντας την προσπάθεια για αύξηση των μέσων μισθών. Ταυτόχρονα, όμως, αφήνει ανοιχτά κρίσιμα θεσμικά ζητήματα που θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την εξέλιξη των αμοιβών και τη δυναμική των διαπραγματεύσεων.
Αποκαλύπτοντας αυτές τις αθέατες πλευρές, γίνεται σαφές ότι η συμφωνία δεν είναι το τέλος της διαδρομής αλλά η αρχή μιας διαδικασίας που θα κριθεί στην πράξη — στο τραπέζι των κλαδικών διαπραγματεύσεων.
Συνοπτικά
- Η κοινωνική συμφωνία στην Ελλάδα στοχεύει στην αναζωογόνηση του συλλογικού εργατικού δικαίου, καλύπτοντας κενά του δεύτερου μνημονίου.
- Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες αυξήσεις στους μισθούς πάνω από αυτόν, με τις κλαδικές συμβάσεις να καλύπτουν μόλις το 20%-28% των εργαζομένων.
- Η συμφωνία διευκολύνει τη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και επαναφέρει την πλήρη μετενέργεια, αλλά δεν αποκαθιστά όλες τις προ κρίσης ρυθμίσεις.
- Παρά τα θετικά βήματα, παραμένουν ανοιχτά θεσμικά ζητήματα που θα επηρεάσουν τις μελλοντικές εξελίξεις στους μισθούς και τις διαπραγματεύσεις.