ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ανακουφίζει τους ασφαλισμένους, αλλά επιβαρύνει τα ταμεία με 1,1 δισ.

Η παράταση των ορίων συνταξιοδότησης έως το 2029 προσφέρει ανακούφιση στους ασφαλισμένους, αλλά δημιουργεί οικονομική επιβάρυνση στα ασφαλιστικά ταμεία ύψους 1,1 δισ. ευρώ.

Η κυβέρνηση αποφάσισε να παρατείνει έως το 2029 τα ισχύοντα όρια συνταξιοδότησης, παρέχοντας προσωρινή ανακούφιση σε πολλούς ασφαλισμένους, αλλά δημιουργώντας μια δημοσιονομική επιβάρυνση 1,1 δισ. ευρώ για το ήδη πιεσμένο ασφαλιστικό σύστημα.

Παρά τη θετική κοινωνική απήχηση, το μέτρο εντείνει τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις, καθώς η γήρανση του πληθυσμού και η χαμηλή αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους παραμένουν ανεπίλυτα προβλήματα. Χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, η πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα αναμένεται να αυξηθεί, απειλώντας τη βιωσιμότητά του μέχρι το 2035.

Διαβάστε αναλυτικά

Η φράση «ουδέν κακόν αμιγές καλού» φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στην πρόθεση της κυβέρνησης να παρατείνει έως το 2029 τα ισχύοντα όρια συνταξιοδότησης. Για χιλιάδες ασφαλισμένους που βρίσκονται ένα βήμα πριν τη σύνταξη, το μέτρο μοιάζει με πολυπόθητη ανάσα — μια παράταση χρόνου που απομακρύνει, προσωρινά τουλάχιστον, τον κίνδυνο να δουν τα όρια ηλικίας να ανεβαίνουν. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη θετική είδηση κρύβεται ένα σημαντικό τίμημα: η δημοσιονομική επιβάρυνση που αγγίζει το 1,1 δισ. ευρώ και απειλεί να επιβαρύνει ένα ήδη πιεσμένο ασφαλιστικό σύστημα. Με άλλα λόγια, το «πάγωμα» των αλλαγών μπορεί να προσφέρει πολιτικό και κοινωνικό κέρδος βραχυπρόθεσμα, αλλά ταυτόχρονα μεταθέτει το πρόβλημα για αργότερα — εκεί όπου οι αριθμοί και οι γενιές δύσκολα θα επιτρέψουν άλλες αναβολές.

Η επόμενη αξιολόγηση του συστήματος συνταξιοδότησης μετατίθεται για το τέλος του 2029, οπότε θα αποφασιστεί αν από 1η Ιανουαρίου 2030 θα απαιτηθεί νέα προσαρμογή στα όρια ηλικίας.

Γιατί «παγώνουν» οι αλλαγές

Κυβερνητικές πηγές εξηγούν ότι το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα δεν έχει ανακάμψει πλήρως μετά την πανδημία, γεγονός που δικαιολογεί την απόφαση αναβολής.

Τα προκαταρκτικά στοιχεία της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής δείχνουν ότι για τους άνδρες 65 ετών, το προσδόκιμο ζωής διαμορφώθηκε το 2023 στα 18,5 έτη (από 18,7 το 2013), ενώ για τις γυναίκες αυξήθηκε ελάχιστα στα 21,7 έτη.

Η διαφορά είναι οριακή — λιγότερο από μισό έτος — και, όπως υπογραμμίζουν ειδικοί, «δεν συνιστά λόγο για την αυτόματη αναπροσαρμογή των ορίων ηλικίας». Έτσι, η κυβέρνηση επέλεξε να παγώσει την εφαρμογή της διάταξης, μεταθέτοντας την αξιολόγηση για το τέλος της δεκαετίας.

Το πολιτικό μήνυμα του μέτρου είναι σαφές, ωστόσο το οικονομικό κόστος είναι βαρύ.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις από τον πρώην υφυπουργό Εργασίας, Πάνο Τσακλόγλου, η διατήρηση των σημερινών ορίων θα επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα με περίπου 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας, σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε κατά τη θητεία του στο υπουργείο.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα καλυφθεί αυτή η «τρύπα» στα ταμεία του ΕΦΚΑ, σε ένα σύστημα που ήδη αντιμετωπίζει έντονες δημοσιονομικές πιέσεις.

Η επιβάρυνση έρχεται να προστεθεί σε ένα περιβάλλον όπου η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή – 1,7 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο – ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης στις δαπάνες για συντάξεις.

Στην κορυφή της Ευρώπης σε συνταξιοδοτικές δαπάνες

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, η δημόσια δαπάνη για συντάξεις ανέρχεται στο 15,7% του ΑΕΠ, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των χωρών του Οργανισμού.

Η γήρανση του πληθυσμού, η χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας και η περιορισμένη παραγωγικότητα εντείνουν την πίεση στα δημόσια οικονομικά, καθιστώντας αναγκαία μια πιο μακροπρόθεσμη μεταρρύθμιση.

Η παράταση έως το 2030 δεν ακυρώνει τις αυξήσεις στα όρια ηλικίας· απλώς τις μεταθέτει χρονικά. Οι ομάδες που αναμένεται να επηρεαστούν περισσότερο είναι:

  • Ασφαλισμένοι 50–55 ετών σήμερα: Αν δεν θεμελιώσουν δικαίωμα έως το 2029, ενδέχεται να δουν τα όρια να αυξάνονται στα 63 έτη και 6 μήνες.
  • Ασφαλισμένοι 35–50 ετών: Θα επωμιστούν δύο ή και τρεις σταδιακές αυξήσεις, με την πλήρη σύνταξη να προσεγγίζει τα 64 έτη και με 42 χρόνια ασφάλισης.
  • Νέοι εργαζόμενοι: Οι μελλοντικές γενιές καλούνται να προετοιμαστούν για συνταξιοδότηση κοντά στα 67, ή ακόμη και πλησίον των 70 ετών σε περιπτώσεις διακεκομμένης απασχόλησης.

Το δίλημμα και τα διαρθρωτικά προβλήματα

Η επιλογή του «παγώματος» αποτελεί μια πολιτικά βολική αλλά οικονομικά απαιτητική λύση.

Αν και προσφέρει μια προσωρινή ανάσα σε χιλιάδες ασφαλισμένους, δεν αντιμετωπίζει τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος:

τη γήρανση του πληθυσμού, τη χαμηλή απασχόληση και τη μειωμένη παραγωγικότητα.

Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις για ενίσχυση της εργασίας και αύξηση της εισφοροδοτικής βάσης, η παράταση αυτή απλώς μεταθέτει το πρόβλημα για τα επόμενα χρόνια. Με δεδομένο ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες παραμένουν στο 15–16% του ΑΕΠ και το δημογραφικό επιδεινώνεται, η πίεση στο ασφαλιστικό αναμένεται να κορυφωθεί ως το 2035.

Συνοπτικά

  • Η κυβέρνηση παρατείνει έως το 2029 τα όρια συνταξιοδότησης, προσφέροντας προσωρινή ανακούφιση στους ασφαλισμένους.
  • Η απόφαση αυτή δημιουργεί δημοσιονομική επιβάρυνση 1,1 δισ. ευρώ για το ήδη πιεσμένο ασφαλιστικό σύστημα.
  • Η γήρανση του πληθυσμού και η χαμηλή αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους παραμένουν σοβαρά προβλήματα που απαιτούν μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις.
  • Η παράταση δεν ακυρώνει τις προγραμματισμένες αυξήσεις στα όρια ηλικίας, αλλά τις μεταθέτει για το μέλλον.

Σχολίασε εδώ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ