Η στασιμότητα στο προσδόκιμο ζωής επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να καθυστερήσει την αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης, παρατείνοντας το ισχύον όριο τουλάχιστον έως το 2030.
Παρά την προσωρινή αυτή «ανάσα», οι δημογραφικές πιέσεις και οι προκλήσεις βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος παραμένουν, καθώς η γήρανση του πληθυσμού και η μετανάστευση νέων εργαζομένων επιδεινώνουν την κατάσταση.
Αν και οι αλλαγές μετατίθενται προς το 2026, ειδικοί προειδοποιούν ότι η αναβολή των αποφάσεων δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση, και το ζήτημα θα επανέλθει με περισσότερες δυσκολίες μετά το 2030.
Διαβάστε αναλυτικά
Η παράταση του ισχύοντος ορίου συνταξιοδότησης τουλάχιστον έως το 2030 φαίνεται να «κλειδώνει», καθώς τα στοιχεία για την εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής δείχνουν στασιμότητα. Το δεδομένο αυτό, που καταγράφεται τόσο από τις ελληνικές όσο και από τις ευρωπαϊκές αναλογιστικές αρχές, δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να μεταθέσει χρονικά τις αυξήσεις των ορίων ηλικίας, αποφεύγοντας προς το παρόν νέες κοινωνικές εντάσεις.
Σύμφωνα με τις πρώτες αναλογιστικές εκτιμήσεις, το προσδόκιμο ζωής, το οποίο μειώθηκε αισθητά στη διάρκεια της πανδημίας, δεν έχει επιστρέψει στα προ του 2020 επίπεδα. Έτσι, δεν φαίνεται να συντρέχει λόγος ενεργοποίησης του μηχανισμού που προβλέπει αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης ανάλογα με τη μεταβολή του δείκτη μακροζωίας.
Οι αποφάσεις μετατίθενται για το 2026
Η κυβέρνηση αναμένεται να λάβει τις τελικές αποφάσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2026, με το επικρατέστερο σενάριο να προβλέπει διατήρηση του υφιστάμενου πλαισίου για ακόμη τρία χρόνια. Επισήμως, έχει δεσμευθεί ότι καμία αλλαγή δεν θα ισχύσει πριν από το τέλος του 2027, ωστόσο σε υπηρεσιακό επίπεδο εξετάζονται διαφορετικές εκδοχές για την περίοδο 2028–2030, κυρίως ως προς το ρυθμό και την έκταση μιας ενδεχόμενης αύξησης.
Παράγοντες του υπουργείου Εργασίας επισημαίνουν ότι, εφόσον τελικά υπάρξει προσαρμογή, αυτή θα είναι σταδιακή – της τάξης των 3 έως 4 μηνών ανά έτος – ώστε να αποφευχθούν αιφνίδιες μεταβολές που θα αιφνιδιάσουν όσους βρίσκονται κοντά στη συνταξιοδότηση.
Πώς λειτουργεί ο μηχανισμός αναπροσαρμογής
Με βάση τη νομοθεσία, από το 2027 και μετά, τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση θα επανεξετάζονται κάθε τρία χρόνια, με κριτήριο την εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής των ασφαλισμένων.
Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή έχει ήδη ξεκινήσει την επόμενη τριετή μελέτη της, η οποία – όπως όλα δείχνουν – θα αποτυπώσει περιορισμένη αύξηση του προσδόκιμου, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει αυτόματα αλλαγές.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατη έκθεσή της επισημαίνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ισχυρές δημογραφικές πιέσεις, οι οποίες καθιστούν το ασφαλιστικό μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο, αν δεν υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις. Η γήρανση του πληθυσμού, ο χαμηλός δείκτης γεννήσεων και η μετανάστευση νέων εργαζομένων συνθέτουν ένα σύνθετο πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί αποκλειστικά μέσω αύξησης των ορίων.
Από το 2010 έως το 2015, το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων αυξήθηκε κατά περίπου ένα έτος, ωστόσο από το 2015 έως το 2020 παρέμεινε στάσιμο, κυρίως λόγω της πανδημίας και της επιβάρυνσης του συστήματος υγείας.
Οι αναλογιστές εκτιμούν ότι η πλήρης ανάκαμψη του δείκτη θα απαιτήσει τουλάχιστον μια δεκαετία, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι έως το 2030 δεν διαφαίνεται σημαντική άνοδος.
Οι δημογραφικοί δείκτες-κλειδιά
Τρεις βασικοί δείκτες καθορίζουν τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού:
- Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων, δηλαδή η αναλογία ατόμων άνω των 65 ετών προς τον ενεργό πληθυσμό.
- Ο δείκτης γήρανσης, που αποτυπώνει τη σχέση ηλικιωμένων με νέους σε ηλικία εργασίας.
- Ο δείκτης γονιμότητας, ο οποίος, αν και παρουσίασε μικρή βελτίωση, παραμένει χαμηλός – περίπου 1,5 παιδί ανά γυναίκα.
Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι, ακόμη κι αν το προσδόκιμο αυξηθεί σταδιακά, η ανεπάρκεια του ενεργού πληθυσμού θα συνεχίσει να πιέζει τα ασφαλιστικά ταμεία, καθιστώντας αναπόφευκτες κάποιες παρεμβάσεις μεσοπρόθεσμα.
Εφόσον τελικά προχωρήσει η αναπροσαρμογή των ορίων, οι κατηγορίες που θα επηρεαστούν περισσότερο είναι:
- Οι ασφαλισμένοι ηλικίας 50–55 ετών, που απέχουν 7 έως 12 χρόνια από τη θεμελίωση δικαιώματος και κινδυνεύουν να βρεθούν «εν κινήσει» εν μέσω αλλαγών.
- Οι εργαζόμενοι 35–50 ετών, οι οποίοι θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουν τουλάχιστον μία αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης μέσα στον εργασιακό τους βίο.
- Οι νεότεροι ασφαλισμένοι, που σήμερα βρίσκονται στα πρώτα χρόνια εργασίας και αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν με ένα τελείως διαφορετικό σύστημα, τόσο ως προς την ηλικία όσο και ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης.
Η παράταση έως το 2030 προσφέρει μια προσωρινή «ανάσα» στους ασφαλισμένους και στην αγορά εργασίας, επιτρέποντας στο κράτος να αποφύγει κοινωνικές αντιδράσεις εν μέσω πληθωρισμού και ακρίβειας. Ωστόσο, ειδικοί προειδοποιούν ότι πρόκειται περισσότερο για αναβολή παρά για λύση.
Οι δημογραφικές πιέσεις, η μαζική φυγή νέων στο εξωτερικό και η γήρανση του πληθυσμού καθιστούν βέβαιο ότι το θέμα θα επανέλθει δριμύτερο μετά το 2030, με ακόμη πιο δύσκολες ισορροπίες μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής βιωσιμότητας.
Συνοπτικά
- Η στασιμότητα στο προσδόκιμο ζωής επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να καθυστερήσει την αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών ορίων έως το 2030.
- Οι δημογραφικές πιέσεις και η γήρανση του πληθυσμού συνεχίζουν να επιδεινώνουν την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
- Αναμένονται αποφάσεις το 2026, με πιθανή διατήρηση του υφιστάμενου πλαισίου για τρία ακόμη χρόνια.
- Η αναβολή των αποφάσεων θεωρείται προσωρινή, με τον κίνδυνο να προκύψουν πιο δύσκολες καταστάσεις μετά το 2030.