Τα ελληνικά ομόλογα έχουν αναδειχθεί ως κορυφαία επενδυτική επιλογή, ξεπερνώντας ακόμη και τα γερμανικά, χάρη στη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι διεθνείς οίκοι, όπως η Morgan Stanley και η JP Morgan, προτείνουν στρατηγικές που ευνοούν τα ελληνικά ομόλογα, ενώ η ελληνική αγορά παρουσιάζει ανθεκτικότητα και θετική δυναμική, παρά τις διεθνείς αναταράξεις.
Η Ελλάδα έχει επιτύχει να μειώσει το χρέος της και να εξασφαλίσει οικονομική σταθερότητα, με προοπτικές περαιτέρω αναβαθμίσεων της αξιολόγησης του χρέους της. Η αυξημένη ζήτηση για ελληνικά ομόλογα από ξένους επενδυτές επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη στη μακροοικονομική πορεία της χώρας, ενώ η μείωση του spread σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα υποδηλώνει την ενίσχυση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας.
Διαβάστε αναλυτικά
Τα ελληνικά ομόλογα, από «σκουπίδια», μία 10ετία πριν, τώρα προτιμώνται από τους διεθνούς οίκους ακόμη και από τα γερμανικά.
Ενδεικτικά, η Morgan Stanley, στα τέλη Αυγούστου πρότεινε την στρατηγική: long Ελλάδα – short Γερμανία, ποντάροντας στη σταθερότητα της Αθήνας και την αβεβαιότητα στη Γαλλία, ενόψει των δημοσιονομικών κινδύνων, δείχνοντας εμπιστοσύνη στη θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Παρά τους κραδασμούς που παρατηρούνται τελευταία στις διεθνείς αγορές ομολόγων, η εγχώρια αγορά κρατικών ομολόγων παρουσιάζεται ανθεκτική.
H Ελλάδα αναδεικνύεται σε πρωταγωνίστρια στην αγορά ομολόγων, τόνιζαν αναλυτές στο Bloomberg. Όταν τον περασμένο μήνα, οι παγκόσμιες αγορές κλονίζονταν από την ανησυχία για τα διογκούμενα ελλείμματα, τα ελληνικά ομόλογα σημείωσαν ράλι.
Το spread έχει πέσει στις 73 μονάδες ενώ στην αρχή του χρόνου ήταν στα επίπεδα των 85 και 90 μονάδων, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία έφθασε να δανείζεται φθηνότερα ακόμη και από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 υπήρξε ροή κεφαλαίων από το εξωτερικό ύψους 7,5 δισ. ευρώ, για αγορές ομολόγων και εντόκων γραμματίων, όταν το αντίστοιχο ποσό για ολόκληρο το 2024 ανήλθε σε 10 δισ. ευρώ.
Οι μεγαλύτερες εισροές σημειώθηκαν τον Ιανουάριο (3,5 δισ. ευρώ), τον Ιούνιο (1,6 δισ. ευρώ ) και τον Μάρτιο (1,4 δισ. ευρώ).
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής αγοράς ομολόγων οφείλεται στην πολιτική σταθερότητα ( κάτι που δεν είναι δεδομένο σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ευρωπαϊκών), στους υψηλότερους βαθμούς ανάπτυξης της χώρας μας σε σχέση με άλλες ευρωπαίες χώρες και το υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον, με προεξέχουσα την συνεχιζόμενη δημοσιονομική υπεραπόδοση, που ενισχύουν τα περιθώρια για περαιτέρω αναβαθμίσεις της αξιολόγησης του Ελληνικού χρέους.
Η Ελλάδα σήμερα είναι ένα παράδειγμα σταθερότητας, ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ κ. Γ. Στουρνάρα.
Η οικονομία έχει αποδείξει την ικανότητά της να αντέξει σε κλυδωνισμούς, να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, να εξυγιάνει τον τραπεζικό της τομέα και να προσελκύσει διεθνείς επενδύσεις.
«Ταύρος» για τα ελληνικά ομόλογα παραμένει η αμερικανική τράπεζα JP Morgan και τα χαρακτηρίζει κορυφαία επενδυτική επιλογή και σημειώνει ότι τα ελληνικά assets έχουν ισχυρές άμυνες και «όπλα» απέναντι στις διεθνείς αναταράξεις χάρη στην ισχυρή μακροοικονομική πορεία και τις επίσης ισχυρές προοπτικές, τις περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες για το υπόλοιπο του 2025 που σημαίνει ότι η χώρα μπορεί να «παρακολουθεί» από απόσταση τα όσα διαδραματίζονται στο διεθνές τοπίο, καθώς και το σταθερό πολιτικό σκηνικό.
Οι αναλυτές ομολόγων της Société Générale αναμένουν περαιτέρω υποβαθμίσεις της αξιολόγησης της Γαλλίας και αναβαθμίσεις στο Νότο, καθώς ο πιστωτικός κίνδυνος μειώνεται στο Νότο, επιτρέποντας στους οίκους αξιολόγησης να αναβαθμίσουν τις πιστωτικές τους προοπτικές για αυτές τις χώρες και τα spreads των κρατικών ομολόγων έναντι της Γαλλίας και της Γερμανίας να μειωθούν περαιτέρω.
Ραγδαία μείωση του ελληνικού χρέους βλέπει ο διεθνής οίκος Wood & Co. Η Ελλάδα είναι σε τροχιά θεαματικής μείωσης χρέους -100% του ΑΕΠ- ως το 2030, σύμφωνα με την ανάλυση του οίκου. Από το 154,1% το 2024 σε περίπου 101,3% το 2030.
Ο διεθνής οίκος υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματική διαχείριση του χρέους, οι συνεχόμενες επιδόσεις στα πρωτογενή πλεονάσματα και η ισχυρή ρευστότητα έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θωρακίζει τη χώρα έναντι κινδύνων, ενώ ενισχύει και την προοπτική περαιτέρω αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Η προγραμματισμένη αποπληρωμή δανείων GLF ύψους 31,6 δισεκ. ευρώ έως το 2031 – μια ολόκληρη δεκαετία νωρίτερα από το προβλεπόμενο – θα επιταχύνει τη μείωση του χρέους, θα περιορίσει τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες και θα ενισχύσει το αξιόχρεο της χώρας.
Η πρόωρη αποπληρωμή παλιών και ακριβών δανείων κατατείνει στην επίλυση του τελευταίου μεγάλου δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας: της μείωσης του χρέους. Κάτι που είναι περισσότερο απαραίτητο σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, με την αβεβαιότητα για τους δασμούς των ΗΠΑ στα ύψη και τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης σε σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα.
Οι αναβαθμίσεις, καθώς αυξάνουν τη ζήτηση ελληνικών τίτλων, ασκούν μειωτική επίδραση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, μέσω της μείωσης της συνιστώσας πιστωτικού κινδύνου των ελληνικών ομολόγων.
Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι διαφορές αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχουν περιοριστεί και βρίσκονται σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα προ της κρίσης χρέους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, η διαφορά αποδόσεων (spread) του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου ήταν 73 μ.β. στις 5.6.2025, περίπου 125 μ.β. χαμηλότερη σε σχέση με το μέσο επίπεδό της το α΄ τρίμηνο του 2023, δηλ. πριν από τη διαμόρφωση προσδοκιών για επικείμενη αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία.
Το 2024 ήταν σημείο καμπής για τα ελληνικά ομόλογα καθώς υπήρξε υψηλότερη ζήτηση από ξένους επενδυτές, και μάλιστα από επενδυτές που είχαν να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους για περισσότερα από 10 έτη.
Η νέα σύνθεση της επενδυτικής βάσης επιβεβαιώθηκε και από την προσθήκη 26 νέων λογαριασμών στη λίστα των Top-50 επενδυτών για ελληνικά ομόλογα του 2024.
Συνοπτικά
- Τα ελληνικά ομόλογα έχουν εξελιχθεί σε κορυφαία επενδυτική επιλογή, υπερβαίνοντας ακόμη και τα γερμανικά.
- Η πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Ελλάδας ενισχύει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών.
- Η μείωση του spread μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων δείχνει την βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
- Οι αναβαθμίσεις της αξιολόγησης του ελληνικού χρέους αναμένεται να συνεχιστούν, ενισχύοντας τη ζήτηση για ελληνικούς τίτλους.