ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Οι ενοικιαστές ξοδεύουν υπέρογκα ποσά για κατοικία, πλήττοντας τον οικογενειακό προϋπολογισμό

Η αύξηση των ενοικίων και η στασιμότητα των εισοδημάτων καθιστούν τη στέγαση απρόσιτη για πολλούς, με τους νέους να πλήττονται περισσότερο, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το άρθρο αναλύει την αυξανόμενη οικονομική επιβάρυνση των ενοικιαστών στην Ελλάδα, λόγω της αύξησης των ενοικίων και της στασιμότητας των εισοδημάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στους νέους κάτω των 30 ετών. Η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος αποκαλύπτει ότι πάνω από το 60% των ενοικιαστών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγαση, καθιστώντας την ιδιοκατοίκηση πιο συμφέρουσα.

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά και τις οικογένειες με παιδιά, ενώ οι περιφερειακές ανισότητες διευρύνονται, με την Αττική, την Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου να σημειώνουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στο κόστος στέγασης. Η μελέτη επισημαίνει την ανάγκη για άμεση και στοχευμένη παρέμβαση για την αντιμετώπιση αυτού του σύνθετου προβλήματος.

Διαβάστε αναλυτικά

Ανάμεσα σε ενοίκια που εκτοξεύονται, εισοδήματα που μένουν στάσιμα και περιφερειακές ανισότητες που διευρύνονται, η στέγη μετατρέπεται σε άπιαστο όνειρο για χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά — ιδίως για τους νέους κάτω των 30 ετών. Σύμφωνα με νέα μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, περισσότεροι από τους μισούς νέους αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην εξασφάλιση μιας οικονομικά προσιτής κατοικίας, ενώ η κατάσταση για τους ενοικιαστές σε αστικές περιοχές γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Το πρόβλημα της στέγασης, όπως αναδεικνύεται στην έκθεση, δεν περιορίζεται μόνο στην ηλικία ή στο εισόδημα, αλλά αγγίζει βαθιά την ίδια την κοινωνική δομή και τις περιφερειακές ανισότητες της χώρας — με τους οικονομολόγους να προειδοποιούν για την ανάγκη άμεσης, στοχευμένης παρέμβασης.

Η μελέτη με τίτλο «Η προσιτότητα της στέγασης για τα ελληνικά νοικοκυριά», η οποία δημοσιεύεται στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της ΤτΕ, παρουσιάζει ένα σύνθετο τοπίο. Η προσιτότητα της στέγασης βελτιώνεται με την αύξηση της ηλικίας των νοικοκυριών, φτάνοντας όμως σε νέα δυσκολία στην ηλικιακή ομάδα άνω των 85 ετών, πιθανότατα λόγω χαμηλότερων συντάξεων. Εντούτοις, οι συνταξιούχοι συνολικά εμφανίζουν μεγαλύτερη ευχέρεια στην κάλυψη στεγαστικών αναγκών, συγκριτικά με τους εργαζόμενους, τους άνεργους και τους αυτοαπασχολούμενους.

Οι άνεργοι, όπως καταδεικνύει η ανάλυση, πλήττονται εντονότερα, με το χάσμα να διευρύνεται: οι μισθωτοί, για παράδειγμα, δαπανούν κατά μέσο όρο 10 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερα για στέγαση σε σχέση με τους αυτοαπασχολούμενους — πιθανότατα εξαιτίας χαμηλότερων απολαβών ή περιορισμένων επιλογών κατοικίας.

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική στην περίπτωση των ενοικιαστών: σχεδόν το 60% των νοικοκυριών που διαμένουν σε μισθωμένη κατοικία (κυρίως σε αστικά κέντρα) δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στεγαστικές ανάγκες, σύμφωνα με τους ερευνητές της Τράπεζας της Ελλάδος. Η συνθήκη αυτή καθιστά την ιδιοκατοίκηση, παρά τα κόστη της, μια πιο συμφέρουσα –αν όχι αναγκαία– λύση για όσους έχουν αυτή τη δυνατότητα.

Σε γεωγραφικό επίπεδο, από το 2018 έως το 2021 παρατηρούνται έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιφερειών. Περιοχές όπως η Ήπειρος, η Αττική, η Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά, η Πελοπόννησος και η Θεσσαλονίκη σημειώνουν άνοδο στις μέσες δαπάνες για στέγαση, ενώ σε άλλες περιοχές καταγράφεται στασιμότητα ή ακόμα και μείωση. Για παράδειγμα, στην Ήπειρο, ο δείκτης προσιτότητας κατοικίας αυξήθηκε από 25,9% σε 31,4%, ενώ το ποσοστό υπερεπιβάρυνσης (όταν δηλαδή οι δαπάνες στέγασης ξεπερνούν το 40% του εισοδήματος) ανέβηκε στο 38%.

Σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται επίσης στην Αττική, όπου το ποσοστό υπερεπιβάρυνσης διαμορφώνεται στο 35,4% από 24%, στην Κρήτη (32,5% από 22,2%) και στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, όπου το ποσοστό σχεδόν διπλασιάστηκε, φθάνοντας το 45,7% από 28%.

Η πίεση αποδεικνύεται εντονότερη στους ενοικιαστές σε σύγκριση με τους ιδιοκτήτες. Ενδεικτικά, στην Αθήνα, η υπερεπιβάρυνση για τους ενοικιαστές ανέρχεται στο 61%, ενώ για τους ιδιοκτήτες περιορίζεται στο 12,5%. Αντίστοιχα, στη Δυτική Ελλάδα, η επιβάρυνση για τους ιδιοκτήτες μειώθηκε στο 13,1% (από 15,1%), την ώρα που για τους ενοικιαστές εκτοξεύτηκε στο 85,3% από 72,4%. Η ίδια τιμή (85,3%) καταγράφεται και στην Κρήτη, ενώ στον αντίποδα βρίσκεται η Κεντρική Ελλάδα, με το χαμηλότερο ποσοστό υπερεπιβάρυνσης για ενοικιαστές (37,4%).

Σε πανελλαδικό επίπεδο, αύξηση στο ποσοστό υπερεπιβάρυνσης καταγράφεται σχεδόν σε όλες τις περιφέρειες, με εξαίρεση την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, το Βόρειο Αιγαίο, τη Δυτική Μακεδονία και τη Δυτική Ελλάδα. Η παράλληλη άνοδος τόσο στον δείκτη προσιτότητας όσο και στο ποσοστό υπερεπιβάρυνσης συνιστά ένδειξη ότι έχουν συντελεστεί ευρύτερες διαρθρωτικές αλλαγές: όχι μόνο στις τιμές των κατοικιών ή στα εισοδήματα, αλλά και στη σύνθεση των νοικοκυριών, στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στη δυναμική του δανεισμού.

Τέλος, τα μονογονεϊκά νοικοκυριά εμφανίζονται ως η πλέον ευάλωτη κατηγορία: σχεδόν το 70% εξ αυτών δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες. Ακολουθούν τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και παιδιά, αποτυπώνοντας την ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων προς τις οικογένειες που συνδυάζουν χαμηλά εισοδήματα με αυξημένες υποχρεώσεις διαβίωσης.

Συνοπτικά

  • Η οικονομική επιβάρυνση των ενοικιαστών στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά, με πάνω από το 60% να δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για στέγαση.
  • Οι νέοι κάτω των 30 ετών και τα μονογονεϊκά νοικοκυριά πλήττονται ιδιαίτερα από τη δύσκολη κατάσταση της στέγασης.
  • Περιφερειακές ανισότητες διευρύνονται, με την Αττική, την Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου να καταγράφουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στα ενοίκια.
  • Η έκθεση τονίζει την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σοβαρό πρόβλημα της προσιτής κατοικίας στη χώρα.

Σχολίασε εδώ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ