Παρά την άνθηση του τουρισμού στην Ελλάδα, με αυξημένες αφίξεις και έσοδα, πολλοί μικρομεσαίοι ξενοδόχοι αναγκάζονται να πουλήσουν τις επιχειρήσεις τους λόγω οικονομικών πιέσεων.
Καταγράφεται έντονη δραστηριότητα στην αγορά ξενοδοχείων, με 323 μονάδες να προσφέρονται προς πώληση σε ένα μήνα, εξαιτίας αυξημένων χρεών, ενεργειακών εξόδων και μειωμένων περιθωρίων κέρδους.
Παράλληλα, οι πλειστηριασμοί αυξάνονται, ενώ ξένα επενδυτικά κεφάλαια αποκτούν ολοένα και περισσότερα ακίνητα, αλλάζοντας το τοπίο της τουριστικής αγοράς.
Διαβάστε αναλυτικά
Ισχυρό ενδιαφέρον για την εξαγορά ξενοδοχειακών μονάδων καταγράφεται τους τελευταίους μήνες στην ελληνική αγορά, καθώς συνεχίζεται – για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά – η αυξημένη προσφορά τουριστικών καταλυμάτων προς πώληση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Πανελλαδικό Δίκτυο E-Real Estates, 323 ξενοδοχειακές μονάδες και καταλύματα αναρτήθηκαν προς πώληση μέσα σε διάστημα μόλις ενός μήνα, καταγράφοντας αύξηση 15% σε σχέση με τον Μάιο του 2024 (286 αγγελίες) και άλμα 62,8% σε σχέση με τον Μάιο του 2023 (204 αγγελίες).
Η διασπορά αφορά σχεδόν το σύνολο των τουριστικών περιοχών της χώρας, με την Κρήτη (42), την Πελοπόννησο (47), τις Κυκλάδες (30), τη Χαλκιδική (32), το Ιόνιο (30) και την Αττική (37) να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας. Αξιοσημείωτο είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η προσφορά ξεπερνά το σύνηθες επίπεδο της εποχικότητας, αποτυπώνοντας μια τάση που φαίνεται να παγιώνεται.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του E-Real Estates, Θεμιστοκλή Μπάκα, οι περισσότερες αγγελίες αφορούν μικρές ή μεσαίες οικογενειακές μονάδες, χωρητικότητας 10 έως 30 δωματίων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της μικρομεσαίας τουριστικής επιχειρηματικότητας. «Η αυξημένη προσφορά για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά υποδηλώνει μια διαρθρωτική πίεση στον κλάδο, η οποία δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Πολλά ακίνητα δεν αναρτώνται καν δημόσια, γεγονός που καθιστά τις πραγματικές διαστάσεις του φαινομένου ακόμη μεγαλύτερες», τονίζει.
Ο τουρισμός «τρέχει», αλλά οι μικρομεσαίοι πιέζονται
Το παράδοξο είναι πως η αυξημένη προσφορά ακινήτων προς πώληση έρχεται την ίδια στιγμή που η τουριστική δραστηριότητα κινείται σε ιστορικά υψηλά. Το 2024 έκλεισε με 36 εκατ. αφίξεις ταξιδιωτών από το εξωτερικό, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, αυξημένες κατά 9,8% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις έφτασαν τα 21,7 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 5,4%.
Θετική είναι η εικόνα και στο ξεκίνημα του 2025: το α΄ τρίμηνο καταγράφηκε αύξηση 5,4% στις αφίξεις και 4,4% στα έσοδα. Από τα διεθνή αεροδρόμια της χώρας, το τετράμηνο Ιανουαρίου–Απριλίου σημειώθηκαν 3,2 εκατ. αφίξεις, αυξημένες κατά 6,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων λόγω πιέσεων
Παρά την καλή πορεία του κλάδου συνολικά, οι μικρές μονάδες αντιμετωπίζουν αυξημένες προκλήσεις: παλαιά χρέη, ανελαστικές υποχρεώσεις, ενεργειακό κόστος, αυξήσεις στα κόστη προμηθειών και πιεσμένα περιθώρια κέρδους. Πολλοί ιδιοκτήτες επιλέγουν την έξοδο από την αγορά, είτε για να εξυπηρετήσουν υποχρεώσεις, είτε λόγω έλλειψης ρευστότητας για επενδύσεις αναβάθμισης.
Παράλληλα, αυξάνονται και οι πλειστηριασμοί ξενοδοχειακών μονάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας eauction.gr, από την αρχή του έτους έως τις 26 Μαΐου 2025 είχαν προγραμματιστεί 132 πλειστηριασμοί ξενοδοχείων, έναντι 125 το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Στο σύνολο του προηγούμενου έτους καταγράφηκαν 289 σχετικές διαδικασίες, έναντι 273 το 2023. Ήδη, για το υπόλοιπο του 2025, έχουν οριστεί ημερομηνίες για 176 πλειστηριασμούς.
Τα funds αλλάζουν το τοπίο
Την ίδια στιγμή, εντείνεται η παρουσία ξένων –και σε μικρότερο βαθμό εγχώριων– επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία αποκτούν ακίνητα είτε μέσω απευθείας αγορών είτε μέσω εξαγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs). Η πρακτική αφορά είτε την εξαγορά του δανείου με «κούρεμα» απαιτήσεων και ανάληψη των εγγυήσεων, είτε την επαναχρηματοδότηση με ενέχυρο τις μετοχές και τα περιουσιακά στοιχεία των ξενοδοχειακών εταιρειών.
Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή μεταβίβαση της ιδιοκτησίας τουριστικών μονάδων σε θεσμικούς επενδυτές, συχνά σε κορυφαίους προορισμούς, δημιουργώντας έναν νέο χάρτη στην τουριστική αγορά.