Η έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του ΕΚΠΑ αποκαλύπτει την αυξανόμενη ψυχική πίεση στους Έλληνες εργαζόμενους, με έντονα συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης και θυμού να επιδεινώνονται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Παρά την αναγνώριση της σημασίας της ψυχικής ευεξίας, οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι εργοδότες δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανάγκες υποστήριξης.
Μελέτες δείχνουν ότι η ψυχική επιβάρυνση επηρεάζει την παραγωγικότητα και την προσωπική ζωή, ενώ αναδεικνύεται η ανάγκη για πιο ενεργές πολιτικές υποστήριξης. Παράλληλα, η τηλεργασία παραμένει δημοφιλής, αν και υπάρχουν ανησυχίες για την επαγγελματική εξέλιξη.
Η κοινωνία κινείται προς την αποδοχή των ζητημάτων ψυχικής υγείας, με την ευημερία των εργαζομένων να θεωρείται κρίσιμος παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Διαβάστε αναλυτικά
Το άγχος, η ανασφάλεια και η ψυχολογική κόπωση αναδεικνύονται στους νέους «δείκτες πίεσης» της ελληνικής οικονομίας. Η αγορά εργασίας αντιμετωπίζει πλέον όχι μόνο προκλήσεις παραγωγικότητας, αλλά και κρίση ψυχικής ανθεκτικότητας.
Η φετινή, τρίτη μεγάλη έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του ΕΚΠΑ καταγράφει ότι η ψυχική υγεία των εργαζομένων επιδεινώνεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, την ώρα που οι ίδιοι δηλώνουν ότι οι εργοδότες τους δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανάγκες υποστήριξης και πρόληψης.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 22 Μαΐου και 20 Ιουνίου 2025, αποτυπώνει με σαφήνεια τη διατήρηση –και σε ορισμένους δείκτες την επιδείνωση– των συμπτωμάτων κατάθλιψης, άγχους και θυμού. Παράλληλα, η πλειονότητα των εργαζομένων αναγνωρίζει τη σημασία της ψυχικής ευεξίας, ωστόσο ελάχιστοι θεωρούν ότι οι οργανισμοί τους μεριμνούν ουσιαστικά για αυτήν.
Μελαγχολία, απαισιοδοξία, αυτοκτονικός ιδεασμός
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 44% των συμμετεχόντων δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά μελαγχολία (από 40% το 2023), ενώ 47% εκφράζουν απαισιοδοξία για το μέλλον – ποσοστό αυξημένο σημαντικά σε σχέση με το 35% που είχε καταγραφεί στην πρώτη έρευνα, το 2021. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι 4% των ερωτηθέντων έχουν σκεφτεί έντονα να δώσουν τέλος στη ζωή τους, έναντι 2% πριν δύο χρόνια.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στα συμπτώματα άγχους: 80% των εργαζομένων δηλώνουν ότι αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή (έναντι 75% το 2023), ενώ ένας στους δύο βιώνει έντονη υπερένταση. Επιπλέον, 13% αναφέρουν κρίσεις πανικού, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από το 2021.
Τα συμπτώματα θυμού εμφανίζουν επίσης αύξηση: 80% δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά εκνευρισμό, 32% αναφέρουν ξεσπάσματα που δεν μπορούν να ελέγξουν, ενώ 14% ομολογούν ότι έχουν έντονη επιθυμία να βλάψουν ή να τραυματίσουν κάποιον – τριπλάσιο ποσοστό σε σχέση με το 2021.
Η μοναξιά μειώνεται, αλλά η απομόνωση επιμένει Παρά τη γενική επιδείνωση των δεικτών, τα ευρήματα για τη μοναξιά είναι πιο μικτά. Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται συχνά μόνοι μειώθηκε στο 35% (από 46% το 2023), γεγονός που συνδέεται με την αύξηση της φυσικής παρουσίας στους χώρους εργασίας – 61% εργάζονται πλέον διά ζώσης, έναντι 52% πέρυσι. Ωστόσο, ένας στους τέσσερις (25%) εξακολουθεί να αισθάνεται ότι του λείπει συντροφιά, ενώ 21% δηλώνουν απομονωμένοι από το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Τα κλινικά συμπτώματα
Η ψυχολογική επιβάρυνση αποτυπώνεται και σε αυξημένα φαινόμενα σωματοποίησης:
47% των συμμετεχόντων αναφέρουν αδυναμία ή ζάλη (από 41% το 2023), 24% ναυτία ή στομαχικές διαταραχές, ενώ 33% δηλώνουν αίσθημα κόπωσης ή αδυναμίας σε διάφορα μέρη του σώματος.
Μόλις το 48% των εργαζομένων αισθάνονται ότι μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα επίπεδα στρες, ενώ δύο στους τρεις (66%) θεωρούν ότι η εργασιακή πίεση επηρεάζει αρνητικά την προσωπική τους ζωή. Πάνω από τους μισούς (55%) εκφράζουν έντονη ανησυχία για το μέλλον – από τις γεωπολιτικές εξελίξεις έως την κλιματική κρίση – ενώ 37% δηλώνουν ότι αγωνιούν για τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης στην επαγγελματική τους πορεία.
Η ψυχική επιβάρυνση δεν περιορίζεται στο προσωπικό επίπεδο, αλλά επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα. Το 61% των εργαζομένων αισθάνονται κουρασμένοι από την αρχή της ημέρας (από 53% το 2023), ενώ τέσσερις στους δέκα δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους. Μόλις τρεις στους δέκα δηλώνουν ότι νιώθουν πραγματικά κινητοποιημένοι και χαρούμενοι κατά την εργασία τους.
Η έρευνα αναδεικνύει παράλληλα την απόσταση ανάμεσα στην αυξανόμενη ευαισθητοποίηση και τη θεσμική ανταπόκριση. Αν και 79% των εργαζομένων θεωρούν ότι η ψυχική υγεία αποτελεί βασική προτεραιότητα, μόνο 21% πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους μεριμνά πραγματικά για την ευεξία τους.
Επιπλέον, μόλις 33% γνωρίζουν πού να απευθυνθούν για υποστήριξη, ενώ μόλις 23% αισθάνονται ότι υπάρχει κουλτούρα ανοιχτού διαλόγου για θέματα ψυχικής υγείας. Ένας στους τρεις (32%) έχει βιώσει κάποιας μορφής παρενόχληση στον χώρο εργασίας, με αρνητικές συνέπειες στη συναισθηματική του κατάσταση.
Οι εργαζόμενοι ζητούν πιο ενεργές πολιτικές: σχεδόν οι μισοί (47%) θεωρούν αναγκαία την εκπαίδευση στελεχών στη φροντίδα της ψυχικής ευεξίας, 46% ζητούν κουλτούρα σεβασμού του χρόνου και ισορροπία προσωπικής – επαγγελματικής ζωής, ενώ 42% τάσσονται υπέρ της παρουσίας ψυχολόγου στον χώρο εργασίας.
Η τηλεργασία παραμένει δημοφιλής
Θετικά παραμένουν τα ευρήματα για την απομακρυσμένη εργασία: 88% των εργαζομένων θεωρούν σημαντικό να έχουν αυτή τη δυνατότητα, ενώ 60% δηλώνουν ότι είναι πιο αποτελεσματικοί όταν εργάζονται εξ αποστάσεως. Παράλληλα, μόλις 8% αναφέρουν αυξημένο στρες λόγω τηλεργασίας, έναντι 23% το 2021. Ωστόσο, μόνο 45% αισθάνονται βέβαιοι ότι μπορούν να εξελιχθούν επαγγελματικά μέσα από το μοντέλο της εξ αποστάσεως εργασίας.
Παρά τα ανησυχητικά ευρήματα, ένα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση. Το 79% δηλώνουν ότι νοιάζονται περισσότερο για την ψυχική υγεία – δική τους και των συναδέλφων τους – ενώ 69% δηλώνουν έτοιμοι να ζητήσουν βοήθεια από ειδικό.
Η κοινωνία δείχνει να κινείται προς την κατεύθυνση της αποδοχής, καθώς 45% των συμμετεχόντων πιστεύουν ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη μείωση του στίγματος γύρω από τα ζητήματα ψυχικής υγείας. Η έρευνα καταλήγει ότι η ευημερία των ανθρώπων δεν αποτελεί πλέον “μαλακό” δείκτη, αλλά κρίσιμο παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Η φροντίδα της ψυχικής υγείας μετατρέπεται σε αναπόσπαστο τμήμα της εταιρικής στρατηγικής και, ταυτόχρονα, σε καθρέφτη της ωριμότητας μιας κοινωνίας που καλείται να συνδυάσει ανάπτυξη με ανθρωπιά.
Συνοπτικά
- Η ψυχική υγεία των εργαζομένων στην Ελλάδα επιδεινώνεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, με αυξανόμενα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης.
- Οι εργαζόμενοι εκφράζουν ανησυχία για την υποστήριξη που παρέχουν οι εργοδότες, με μόνο το 21% να πιστεύει ότι υπάρχει ουσιαστική φροντίδα για την ψυχική τους ευεξία.
- Η τηλεργασία παραμένει δημοφιλής, αλλά οι εργαζόμενοι ανησυχούν για την επαγγελματική τους εξέλιξη σε αυτό το μοντέλο.
- Η κοινωνία δείχνει να αποδέχεται τα ζητήματα ψυχικής υγείας, με την ευημερία των εργαζομένων να θεωρείται κρίσιμη για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.