Η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα γίνεται όλο και πιο απρόσιτη, με τις τιμές να αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα από τα εισοδήματα των νοικοκυριών, όπως καταδεικνύει ανάλυση του ΚΕΠΕ. Ο Δείκτης Στεγαστικής Προσιτότητας αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε σύγκριση με άλλες χώρες του Νότου, καθιστώντας δύσκολη την απόκτηση κατοικίας μέσω ενυπόθηκου δανείου.
Τα ενοίκια αυξάνονται επίσης, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα νοικοκυριά. Παρά τα μέτρα της κυβέρνησης, όπως η επιστροφή ενός μηνιαίου ενοικίου από το 2025, η στεγαστική κρίση απαιτεί στοχευμένες πολιτικές για την αύξηση της προσφοράς κατοικιών και την οικονομική στήριξη των νοικοκυριών, διαφορετικά οι κοινωνικές ανισότητες και η ανασφάλεια θα επιδεινωθούν.
Διαβάστε αναλυτικά
Η πρόσβαση στην προσιτή κατοικία συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα πιο επείγοντα και δυσβάσταχτα ζητήματα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Αν και η ανάγκη για στέγη παραμένει πρωταρχική, η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα αποδεικνύεται όλο και πιο απρόσιτη, με τις τιμές να αυξάνονται σε ρυθμούς που ξεπερνούν κατά πολύ την ανάπτυξη των διαθέσιμων εισοδημάτων από το 2018 έως σήμερα. Αυτή η τάση αποτυπώνεται με σαφήνεια στην πρόσφατη ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η οποία παρουσιάζει μια ανησυχητική εικόνα για την ικανότητα των Ελλήνων να αποκτήσουν ή να νοικιάσουν κατοικία.
Η ανάλυση που δημοσιεύεται στο νέο τεύχος «Οικονομικών Εξελίξεων» επισημαίνει ότι η διαφορά μεταξύ των ρυθμών αύξησης των τιμών κατοικιών και των διαθέσιμων εισοδημάτων των νοικοκυριών έχει διευρυνθεί ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, 2022 και 2023. Πιο συγκεκριμένα, το 2023, ο ρυθμός αύξησης των τιμών κατοικιών ήταν κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από αυτόν της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, γεγονός που καταδεικνύει ένα διαρκώς διογκούμενο πρόβλημα στεγαστικής προσιτότητας.
Ο Δείκτης Στεγαστικής Προσιτότητας (Housing Affordability Index), που αποτελεί βασικό εργαλείο για την αξιολόγηση της οικονομικής δυνατότητας ενός μέσου νοικοκυριού να αποκτήσει κατοικία μέσω ενυπόθηκου δανείου, δείχνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Συγκεκριμένα, ο δείκτης για την Ελλάδα διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 60, σημαντικά κάτω από το κρίσιμο όριο των 100 που σημαίνει επαρκές εισόδημα για στεγαστικό δάνειο. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία παρουσιάζουν αντίστοιχα μέσους δείκτες 113, 140 και 109, υποδεικνύοντας μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια των νοικοκυριών τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς κατοικίας.
Η δυσκολία πρόσβασης σε στεγαστικό δάνειο επηρεάζει άμεσα την αγορά ακινήτων, καθώς το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δεν διαθέτει επαρκές εισόδημα για να καλύψει ούτε τις βασικές προϋποθέσεις λήψης δανείου για μια κατοικία μέσης τιμής. Παράλληλα, στοιχεία από πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα, καταγράφοντας ότι το 54% των ερωτηθέντων θεωρεί ανέφικτη την αγορά κατοικίας στην Ελλάδα, ενώ το 68% κρίνει δυσβάστακτο το κόστος ενοικίασης.
Το πρόβλημα της στεγαστικής προσιτότητας δεν περιορίζεται μόνο στην αγορά αλλά εκτείνεται και στην αγορά ενοικίων, όπου η επιδείνωση των συνθηκών είναι εξίσου εμφανής. Σύμφωνα με τους εναρμονισμένους δείκτες τιμών καταναλωτή (HICP) της Eurostat, τα πραγματικά ενοίκια κατοικιών στην Ελλάδα παρουσίασαν μέση ετήσια αύξηση 4,8% το 2023 και 5,1% το 2024, επιβαρύνοντας σημαντικά τα νοικοκυριά που δεν διαθέτουν τη δυνατότητα αγοράς ακινήτου. Η αύξηση αυτή των ενοικίων αποτελεί πρόσθετη οικονομική πίεση, η οποία σε συνδυασμό με το ήδη χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την πρόσβαση στη στέγη.
Αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα ένα μέτρο οικονομικής ανακούφισης για τους ενοικιαστές, προβλέποντας την επιστροφή ενός μηνιαίου ενοικίου σε όσους το δικαιούνται, με έναρξη από το 2025. Πρόκειται για μια κίνηση που εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης, ωστόσο δεν φαίνεται να επαρκεί δεδομένης της έντασης και της έκτασης του προβλήματος.
Η διαρκής αύξηση των τιμών κατοικιών σε συνδυασμό με την αργή ανάκαμψη των εισοδημάτων και τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε δανεισμό διαμορφώνουν ένα περιβάλλον όπου η προσιτή κατοικία παραμένει, τουλάχιστον προς το παρόν, άπιαστο όνειρο για μεγάλο μέρος των Ελλήνων.
Η ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές που θα αυξήσουν την προσφορά κατοικιών, θα επιταχύνουν τις διαδικασίες αδειοδότησης και θα στηρίξουν οικονομικά τα νοικοκυριά είναι επιτακτική. Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις, η στεγαστική ανασφάλεια και οι κοινωνικές ανισότητες στον τομέα της κατοικίας αναμένεται να διογκωθούν περαιτέρω, με αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή της χώρας.